Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαρτυρικόν
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαρτυρικόν το.
  • Μαρτυρία, παράδειγμα:
    • έν γυναίκα αμαρτωλή, μαρτυρικόν στην χώραν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 137).

[ουδ. του μτγν. επιθ. μαρτυρικός ως ουσ. Η λ. στον πληθ. με διαφορ. σημασ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go