Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαραθόσπορος ο· μαλαθόσπορος· μαλαθρόσπορος.
-
- Σπόρος μάραθου:
- Μαλαθρόσπορον μετά τριψιδίου δος πιείν (Ιατροσόφ. 10221).
[<ουσ. μάραθον + σπόρος. Ουδ. μαλαθρόσπορον στο Somav.]
- Σπόρος μάραθου:



