Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαραθωνομάχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαραθωνομάχος ο [maraθonomáxos] Ο18 : 1. Έλληνας πολεμιστής που πήρε μέρος στη μάχη του Mαραθώνα κατά των Περσών. 2. (μτφ.) για γενναίο πολεμιστή.

[λόγ. < ελνστ. Μαραθωνομάχος, αρχ. Μαραθωνομάχης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go