Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μανόμετρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μανόμετρο το [manómetro] Ο42 : 1. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της πιέσεως υγρών ή αερίων σε κλειστό δοχείο. 2. πιεσόμετρο.

[λόγ. < γαλλ. manomètre < αρχ. μανό(ς) `αραιός΄ + -mètre = -μετρον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go