Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαντρότοιχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντρότοιχος ο [mandrótixos] Ο20 : τοίχος που περιβάλλει έναν ανοιχτό χώρο· μάντρα: Στρατόπεδο περιτριγυρισμένο από ψηλό μαντρότοιχο.

[μάντρ(α) -ο- + τοίχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες