Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαντίλι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντίλι το [mandíli] Ο44 : 1. μικρό τετράγωνο κομμάτι από λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα του προσώπου και ιδίως της μύτης: Λινό / μεταξωτό ~. Έβγαλε το ~, για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Kουνάω το ~, για αποχαιρετισμό. 2. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται ιδίως από τις γυναίκες για την κάλυψη του κεφαλιού και του λαιμού: Kαλαματιανό ~. Tύλιξε το κεφάλι της με ένα κόκκινο ~. ΦΡ δένω κτ. σε ψιλό* ~. μαντιλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. ἡ μαντήλη, μαντίλιον (και μαντήλιον, μανδήλιον) < λατ. mantile, mantele (ουδ.), mantilium]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go