Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαντί
12 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μαντί το· μανδί· μανδίν· μανδίον· μαντίν· μαντί(ο)ν.
  • 1) Μακρύς γυναικείος μανδύας:
    • μετά βάγιων και μαντιών οι αρχόντισσες γυρίζουν (Απόκοπ. 119).
  • 2) Καλύπτρα, βέλο:
    • εστερέψες μου το δεις σου με σκλερόν μαντίν τακένον (Κυπρ. ερωτ. 1248).
  • 3) Κυκλοειδές ωμοφόριο ιερωμένου:
    • μανδία, παραμάνδια μητροπολεπισκόπων (Διήγ. παιδ. 506).

[παλαιότ. ουσ. μαντίον (5. αι., Lampe, TLG) <μτγν. μάντος (L‑S Suppl., <υστλατ. mantus) + κατάλ. ‑ίον. Ο τ. ‑δίον στο Lampe και το Meursius. (‑δύ‑). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντί(ο)ν το,
βλ. μαντί.
[Λεξικό Κριαρά]
μαντίκι(ν) το.
  • (Ναυτ.) καθένα από τα σκοινιά που συγκρατούν τις κεραίες των τετραγωνικών πανιών από τις άκρες και τις διατηρούν κάθετες στο κατάρτι:
    • ανέλα … του μαντικίου (Καραβ. 50327).

[<βεν. mantichio (Kahane - Tietze 1958: 289-90, Kahane, GR II 117). Η λ. (‑ι) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντικός, επίθ.
  • Προφητικός:
    • μαντικόν και θεηγόρον στόμα (Διγ. Gr. 3264).
  • Το ουδ. ως ουσ. = μαντική ικανότητα:
    • το μαντικόν του κόρακος (Γλυκά, Στ. 32).

[αρχ. επίθ. μαντικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντικός -ή -ό [mandikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο μάντη ή στη μαντεία: Άνθρωπος με μαντικές ικανότητες. H μαντική τέχνη και ως ουσ. η μαντική, η τέχνη ή η ικανότητα του μάντη.

[λόγ. < αρχ. μαντικός]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντίλ, μαντιλ,
βλ. μαντήλ‑, μαντηλ‑.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντίλα η [mandíla] Ο25 : κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για την κάλυψη του κεφαλιού ή του λαιμού.

[μσν. μαντίλα < μαντίλ(ι) μεγεθ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντίλι το [mandíli] Ο44 : 1. μικρό τετράγωνο κομμάτι από λεπτό ύφασμα που χρησιμοποιείται για το σκούπισμα του προσώπου και ιδίως της μύτης: Λινό / μεταξωτό ~. Έβγαλε το ~, για να σκουπίσει τα δάκρυά της. Kουνάω το ~, για αποχαιρετισμό. 2. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που χρησιμοποιείται ιδίως από τις γυναίκες για την κάλυψη του κεφαλιού και του λαιμού: Kαλαματιανό ~. Tύλιξε το κεφάλι της με ένα κόκκινο ~. ΦΡ δένω κτ. σε ψιλό* ~. μαντιλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. ἡ μαντήλη, μαντίλιον (και μαντήλιον, μανδήλιον) < λατ. mantile, mantele (ουδ.), mantilium]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαντινάδα η [mandináδa] Ο26 : είδος δημοτικού, δεκαπεντασύλλαβου, και συνήθ. ομοιοκατάληκτου, δίστιχου που τραγουδιέται κυρίως στην Kρήτη: Aυτοσχέδιες μαντινάδες. Ερωτική / σατιρική ~.

[βεν. matinada (ηχηροπ. του [t] ίσως από αφομ. προς το [m] )]

[Λεξικό Κριαρά]
μαντίνες οι,
βλ. ματίνες.
< Previous   [1] 2   Next >
Go to page:Go