Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μανσόν το [mansón] Ο (άκλ.) : κομμάτι από χοντρό ύφασμα ή γούνα ραμμένο σε σχήμα κυλίνδρου, μέσα στο οποίο οι γυναίκες έβαζαν τα χέρια τους για να τα προστατεύουν από το κρύο.
[λόγ. < γαλλ. manchon]



