Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μανιωδώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μανιωδώς, επίρρ.
  • Με μανία:
    • ο δε δράκων μανιωδώς κατά τας περιστεράς χωρεί (Φυσιολ. 3571).

[μτγν. επίρρ. μανιωδώς. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες