Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαλθουσιανισμός ο [malθusianizmós] Ο17 : κοινωνική και οικονομική θεωρία που υποστηρίζει τον έλεγχο των γεννήσεων, για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα με την επάρκεια αγαθών.
[λόγ. < αγγλ. malthusianism (-ism = -ισμός) < malthusian (δες -ανός) < ανθρωπων. Malthus (Άγγλος οικονομολόγος)]



