Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαλακιστήρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλακιστήρι το [malakistíri] Ο44 : (υβρ.) για άνθρωπο ηλίθιο, βλάκα: Ρε ~, σου είπα εγώ να πας να του το πεις;

[μαλακισ- (μαλακίζομαι) -τήρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go