Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλάσσω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαλάσσω [maláso] -ομαι Ρ2.2 : α. (ιδ. για κτ. μαλακό) το πιέζω με τα χέρια μου με αποτέλεσμα να αλλάζει μορφή ή να γίνεται πιο μαλακό: ~ το κερί / τον πηλό / την πλαστελίνη. β. κάνω μαλάξεις.

[λόγ. < αρχ. μαλάσσω]

[Λεξικό Κριαρά]
μαλάσσω.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Κάνω κ. εύπλαστο, κατεργάζομαι:
        • το σίδερο … δε μαλάσσεται ποσώς, ωσάν κρυγιάνει (Πανώρ. Δ́ 68).
      • 2) Δουλεύω με το χέρι κ. ανοιγοκλείνοντας την παλάμη και τα δάκτυλά μου, ζυμώνω:
        • Τα έντερα της γης … κοπάνισον … και μάλαξέ τα (Σταφ., Ιατροσ. 7200).
      • 3) (Μεταφ.) ανακινώ στο νου, σκέπτομαι κ.:
        • η ψυχή … μπαίνει εισμιό εις λογισμόν και θάνατον μαλάσσει (Δεφ., Λόγ. 186).
      • 4)
        • α) Πιάνω με τα δάκτυλα, «πασπατεύω» κ.:
          • μαλάσσω (ενν. την παλαμίδα) και τσιμπώ την (Προδρ. IV 248-27
        • β) χαϊδεύω (ερωτικά):
          • Η πολιτική τον κόπελον … στα στήθη τον μαλάσσει (Σαχλ. N 265).
      • 5) Μαλάσσοντας ανακουφίζω:
        • Εις φλεγμονήν … μαλακτικά … να το μαλάξει (Ιατροσ. κώδ. τνή).
      • 6) (Προκ. για οπλισμό) κρατώ, χειρίζομαι:
        • μαλάσσουν σκουτάρια και κοντάρια (Θεματογραφία 15).
      • 7) Ηρεμώ, γαληνεύω, κατευνάζω κ.:
        • με τα λόγια να μαλάξει τη γνώμη του πασά (Λεηλ. Παροικ. 119
        • δράκοντος σκληράν μαλάξαι γνώμην (Καλλίμ. 513).
    • Β́ (Αμτβ.) μαλακώνω, γίνομαι εύκαμπτος:
      • τ’ άφτιαστο σίδερον δεν μαλάσσει, … (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [261]).
  • II. (Μέσ.) ηρεμώ, καταπραΰνομαι:
    • κατέπαυσεν (ενν. ο θρήνος, ο δαρμός, κ.ά.), … εμαλάχθην (Καλλίμ. 2131).

[αρχ. μαλάσσω. Η λ.,καθώς και τ. ‑ζω, και σήμ. (Κριαρ., ΛΚΝ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες