Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μακρυμάλλης, επίθ.
-
- Που έχει μακριά μαλλιά:
- (Συναδ. φ. 17v).
[<επίθ. μακρύς + ουσ. μαλλί(ν). Τ. μακρο‑ στο Somav. Η λ. και σήμ.]
- Που έχει μακριά μαλλιά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μακρυμάλλης -α -ικο [makrimális] Ε9 : που έχει μακριά μαλλιά. || (ως ουσ.): Ήρθε ένας ~ και σε ζήτησε.
[μακρυ- + -μάλλης]



