Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακαντάσης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακαντάσης ο [makandásis] Ο11 : (λαϊκ.) φίλος, ιδίως πολύ στενός.

[παλ. τουρκ. mankadaş `σύντροφος΄ -ης (αποβ. του [n] ίσως από ανομ. [nk-nd > k-nd] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go