Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μακέτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μακέτα η [makéta] Ο25 : προσχέδιο, συνήθ. σε μικρότερες διαστάσεις, ενός οικοδομήματος, μηχανήματος ή άλλης κατασκευής: ~ ενός κτιρίου / ενός αεροπλάνου. ~ μιας σκηνογραφίας. Ο υπουργός εντυπωσιάστηκε όταν είδε τη ~ των νέων αθλητικών εγκαταστάσεων.

[ιταλ. macchietta]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go