Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαινάδα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαινάδα η [menáδa] Ο26 : 1. (συνήθ. πληθ.) α. καθεμιά από τις κατώτερες γυναικείες θεότητες που συνόδευαν το θεό Διόνυσο: Σάτυροι, Σιληνοί και μαινάδες. β. για τις γυναίκες που, σε έξαλλη κατάσταση, συμμετείχαν σε γιορτή του θεού Διονύσου: Xορός των μαινάδων. 2. για γυναίκα που βρίσκεται σε έξαλλη κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. μαινάς, αιτ. -άδα (πρβ. μσν. μαινάδα)]

[Λεξικό Κριαρά]
μαινάδα η,
βλ. μαινάς.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες