Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαθητεία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαθητεία η [maθitía] Ο25 : 1. διδασκαλία, εκπαίδευση: (κοινων.) Kοινωνική ~, για εκμάθηση των κοινωνικών κανόνων. 2. παρακολούθηση μαθημάτων που έχει ως σκοπό την εκμάθηση ενός επαγγέλματος: Kάνω τη ~ μου κοντά σε κπ. Έγινε ηλεκτρολόγος σε μια κρατική σχολή μαθητείας.

[λόγ. < ελνστ. μαθητεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go