Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαζοχιστής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαζοχιστής ο [mazoxistís] Ο7 θηλ. μαζοχίστρια [mazoxístria] Ο27 : αυτός που χαρακτηρίζεται ή πάσχει από μαζοχισμό: Πρέπει να είσαι ~ για να ανέχεσαι τέτοιες άθλιες συνθήκες εργασίας.

[λόγ. < γαλλ. masochiste < masoch(isme) = μαζοχ(ισμός) (δες λ.) -iste = -ιστής· λόγ. μαζοχισ(τής) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go