Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μαγνήτης ο [maγnítis] Ο10 : 1. κάθε σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει το σίδηρο και ορισμένα άλλα μέταλλα: Φυσικός ~ ή ορυκτός ~, μαγνητίτης. Mοριακός* ~. Tεχνητός ~· (πρβ. ηλεκτρομαγνήτης). Iδιότητες / χρήση των μαγνητών. 2. (μτφ.) καθετί που προσελκύει, που γίνεται κέντρο της προσοχής ή του ενδιαφέροντος: Mε τη δημιουργία των απαραίτητων έργων οι καταρράκτες μετατράπηκαν σε τουριστικό μαγνήτη. Kάτι επάνω της τον τραβάει σαν το μαγνήτη.
μαγνητάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. Μαγνήτης (λίθος) ὁ < αρχ. Μαγνῆτις (λίθος) ἡ (< τοπων. Μαγνησία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγνήτης ο.
-
- 1) Μαγνήτης:
- είχεν (ενν. το δακτυλιδόπουλον) απέδω σίδηρον και απέκει τον μαγνήτην (Λίβ. Sc. 751).
- 2) Πυξίδα:
- ουκ είχαμεν πενέζην να θωρεί απέσω εις το βελόνιν, ουδέ και ο ποδότας μας μαγνήτην να βαστάζει (Πουλολ. 542).
- Έκφρ. μαγνήτης λίθος, βλ. λίθος Εκφρ. 1.
[μτγν. επίθ. μαγνήτης (λίθος· αρχ. ‑ις λίθος η) ως ουσ. Η λ. στα Ορφικά (TLG) και σήμ.]
- 1) Μαγνήτης: