Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μαγάριος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μαγάριος, επίθ.
  • «Μαγαρισμένος»:
    • Μαγάριοι οι άνομοι σπανοί (Σπανός D 1059).

[λ. πλαστή, παρωδία του επιθ. μακάριος με επίδρ. του μαγαρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go