Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μαγάριος, επίθ.
-
- «Μαγαρισμένος»:
- Μαγάριοι οι άνομοι σπανοί (Σπανός D 1059).
[λ. πλαστή, παρωδία του επιθ. μακάριος με επίδρ. του μαγαρίζω]
- «Μαγαρισμένος»:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λ. πλαστή, παρωδία του επιθ. μακάριος με επίδρ. του μαγαρίζω]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |