Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μίνι
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίνι [míni] Ε (άκλ.) : 1. (για ρούχο) που είναι κοντό, ώστε να μη σκεπάζει το γόνατο: ~ φούστα / παλτό. || (ως ουσ.) το μίνι, το μίνι ρούχο και ιδίως η μίνι φούστα: H μόδα του ~. 2. που είναι μικρός σε διαστάσεις, ποσότητα, διάρκεια κτλ.: ~ αυτοκίνητο. ~ προσπάθεια / συνέντευξη / παρουσία. || (προφ.) ~ μερίδα / απόλαυση. μινάκι το YΠΟKΟΡ για ρούχο.

[αγγλ. mini- `ελάχιστο΄ (π.χ. mini-skirt `πολύ κοντή φούστα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μινιάδος, επίθ.
  • Ζωγραφιστός, χρωματιστός:
    • λαμπάδα μινιάδα (Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 37α).

[<βεν. miniado]

[Λεξικό Κριαρά]
μινιατικόν το.
  • Φόρος για το κρασί:
    • απαιτήσεις … καπηλειατικού, μινιατικού (Ψευδο-Σφρ. 54026 (έκδ. μηνυ‑· βλ. και Schreiner, JÖB 27, 1978, 220)).

[ουδ. του επιθ. *μινιατικός (<ουσ. μίνα (II) + κατάλ. ‑ιατικός) ως ουσ. Η λ. και σε έγγρ. του 14. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μινιατούρα η [minatúra] Ο25α : α. ζωγραφιά της οποίας οι μορφές και τα αντικείμενα έχουν πολύ μικρές διαστάσεις· μικρογραφία: H τέχνη της μινιατούρας. Xειρόγραφο με μινιατούρες. β. αντικείμενο συνήθ. τέχνης μικρών διαστάσεων.

[ιταλ. miniatura]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίνιμουμ το [mínimum] Ο (άκλ.) : η ελάχιστη τιμή, το κατώτατο όριο που μπορεί να φτάσει μια μεταβλητή ποσότητα. ANT μάξιμουμ: Δέχτηκε να δώσει το ~ από όσα του ζητούσαν. || (ως επίθ.): Συμμαχία κομμάτων με βάση ένα ~ πρόγραμμα.

[λόγ. < γαλλ. minimum (στη νέα σημ.) < λατ. minimum (ουδ. υπερθ. του επιθ. parvus `μικρός΄) κατά τη λατ. προφ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μίνιο το [mínio] Ο41 : 1. οξείδιο του μολύβδου συνήθ. με μορφή κόκκινης σκόνης. 2. μείγμα από μίνιο και ειδικό λάδι που χρησιμοποιείται για προστασία των μεταλλικών κατασκευών από τη σκουριά: Tα κάγκελα χρειάζονται ένα χέρι ~ πριν από τη λαδομπογιά.

[λόγ. μίνιον < ιταλ. minio]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μινιόν [minón] Ε (άκλ.) : 1. που είναι πολύ μικρός στο μέγεθος: Λάμπα ~. 2. (για πρόσ.) α. που είναι λεπτοκαμωμένος και συνήθ. χαριτωμένος: Kοπέλα ~. β. που είναι σωματικά ευαίσθητος.

[λόγ. < γαλλ. mignone (θηλ. του mignon)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες