Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μίκα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μίκα, επίρρ.· ?μίγα.
  • Καθόλου:
    • δεν τονε κρατώ μίγα διά ζουρλόν (Μπερτολδίνος 121 (πβ. Croce 118 mica)).

[<ιταλ. mica]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μικάδος ο [mikáδos] Ο18 : τίτλος του αυτοκράτορα της Iαπωνίας.

[λόγ. < αγγλ. ή γαλλ. mikado (ορθογρ. δαν.) < ιαπων. mi kado `τίμια πύλη, άρχοντας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go