Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μέταξα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέταξα η [métaksa] Ο27 γεν. μετάξης : (λόγ.) το μετάξι: Παραγωγή μετάξης. Οδός της μετάξης, εμπορικός δρόμος που οδηγούσε από την Kίνα στη Mεσόγειο.

[λόγ. < ελνστ. μέταξα < (;)]

[Λεξικό Κριαρά]
μέταξα η· μετάξα· γεν. μετάξεως, (Σφρ., Χρον. 11418).
  • Μετάξι (ακατέργαστο):
    • σηρ, ο σκώληξ τε, ο νήθων την μετάξαν (Λεξ. II 258).

[άγν. ετυμ. Για τον τ. της γεν. πβ. παλαιότ. αιτιατ. ‑ιν (6. αι., Lampe, λ. ις, Psaltes 1913: 174). Η λ. τον 6. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μεταξάς ο [metaksás] Ο1 : (παρωχ.) παραγωγός ή έμπορος μεταξιού.

[μετάξ(ι) -άς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go