Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μέσον
10 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
μέσον (I) το· μέσο· μεσόν.
  • 1) Αυτό που βρίσκεται στη μέση, το μεσαίο τμήμα:
    • Εις την αρχήν …· στο μέσον …· και τέλος … (Πένθ. θαν. 2).
  • 2) (Πληθ.) τα μέσα =
    • α) το μέσο κάπ. πράγματος, η μέση:
      • Η έχιδνα έχει από τα μέσα και κάτω μορφήν κροκοδείλου (Φυσιολ. B 12
    • β) η οσφύς, η μέση:
      • έλυσα από τα μέσα μου … τ’ άρματά μου (Λίβ. Sc. 1947).
  • 3) Τρόπος που βοηθά στην επιτυχία σκοπού, μέσο:
    • δεν κατέχω τι μέσον να εύρω διά να διατάξω τα άνωθεν αντικείμενα (Μεταξά, Επιστ. 48· Φαλιέρ., Ιστ. 202).
  • 4) Μεσολάβηση:
    • να φτειασθούν οι δουλειές τους με το μέσον ετέρων φίλων (Σουμμ., Ρεμπελ. 182).
  • Εκφρ.
  • 1) Εις μέσον (με αιτιατ.) =
  • (α) μέσα, εντός:
    • (Καλλίμ. 264
  • (β) (χρον.) μέσα σε διάστημα, σε προθεσμία:
    • (Ασσίζ. 3910).
  • 2) Εις το μέσον ή μεσόν =
  • (α) μπροστά σε ομήγυρη:
    • (Δωρ. Μον. XXIV
  • (β) αναμεταξύ, ανάμεσα:
    • (Διγ. Άνδρ. 33123), (Μαχ. 1806).
  • 3) Εκ του μέσου = από ανάμεσα:
    • (Έκθ. χρον. 1825).
  • 4) Εν τῳ μέσῳ =
  • (α) μεταξύ, ανάμεσα (σε κάπ. πρόσωπα):
    • (Διγ. Z 781
  • (γ) εντωμεταξύ, στη διάρκεια (κάπ. γεγονότος):
    • (Λίβ. Sc. 3129
  • (γ) (με το άρθρο στον πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γεγονότα που μεσολαβούν:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 614).
  • 5) Στο μέσο(ν) (τούτο) = εντωμεταξύ:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [166]), (Κατζ. Ά 127).
    • Φρ.
    • 1) Εκβάλλω κάπ. εκ του μέσου ή εκ το μέσον, βλ. εκβάλλω 2β φρ.
    • 2) Φέρνω εις το μέσον = δημιουργώ:
      • (Καλλίμ. 824).
    • 3) Φεύγω από το μέσον = αποχωρώ, απομακρύνομαι:
      • (Διήγ. παιδ. 194).
  • Η αιτιατ. επιρρ. = (τοπ.) στη μέση:
    • νησόπουλον μέσον το της θαλάσσης (Ιμπ. 799).
  • [αρχ. ουσ. μέσον. Η λ. και ο τ. ‑ο και σήμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μέσον (II), επίρρ.· μέσο· μεσόν.
    • 1)
      • α) Στη μέση, στο κέντρο:
        • (Καλλίμ. 151), (Διγ. Ζ 3645
        • (χρον.):
          • μέσον του μεσονυκτίου (Πτωχολ. α 573
      • β) στη μέση, στα δύο:
        • διῃρέθη (ενν. το φαρίν) μέσον (Διγ. Gr. 3094).
    • 2) Ανάμεσα, μεταξύ:
      • ορμασία μηδέν γίνεται μέσον χριστιανού και Σαρακηνού (Ασσίζ. 12623· 118).
    • 3)
      • α) Μέσα, εντός:
        • πώς εις δρακόντων στόματα μέσον εισήλθες τόδε; (Καλλίμ. 588
        • ο Κάιν … άναψε μέσον του την κακίαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. 82v
      • β) (χρον.) κατά τη διάρκεια:
        • ουδέν ήτον εις την χώραν μέσον εκείνων των τριών ημερών (Ασσίζ. 20124
        • μέσον αυτού του καιρού αν έρτει κανείς ομπρός (Ασσίζ. 47610).
    • 4) Μπροστά, ενώπιον κάπ.:
      • μέσον πάντων αναγνούς (ενν. τα γράμματα) ωτρύνθη σφόδρα (Βίος Αλ. 4592).
    • 5) Διαμέσου:
      • το πέραμά σας να γενεί μέσον του Μεντοβόρου (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 968).
    • Εκφρ.
    • 1) Μέσον οπού + ρ. = ενώ:
      • (Διγ. Esc. 513).
    • 2) Μέσον εις τούτο, μέσον τούτου = εντωμεταξύ:
      • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 350r), (Πένθ. θαν. 567).

    [αρχ. επίρρ. μέσον. Ο τ. ‑ο και σήμ.]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσονέφριν το.
    • Το μέρος του προβάτου γύρω από τα νεφρά:
      • λιπαρόν προβατικόν από το μεσονέφριν (Προδρ. II 106).

    [<επίθ. μέσος + ουσ. νεφρόν]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσονήσιον το.
    • Νησί που βρίσκεται στο μέσο (ποταμού, λίμνης, κλπ.):
      • (Καλλίμ. 1794).

    [<επίθ. μέσος + ουσ. νησίον. Η λ. τον 11. αι. (Act. Lavr. 4247)]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσονυκτικόν το· μεσανυκτικόν· μεσανυχτικόν· μισονυχτικό.
    • 1)
      • α) Μεσάνυχτα, η ώρα του μεσονυκτίου:
        • εσήμανεν το μεσανυκτικόν (Μαχ. 38617
      • β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
        • (Κυπρ. ερωτ. 1432
        • το μεσανυκτικόν αναφάναν τα άρμενα (Μαχ. 67631).
    • 2) (Εκκλ.) ακολουθία που ψάλλεται τα μεσάνυχτα:
      • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. IV 1016).

    [ουδ. του επιθ. μεσονυκτικός (Soph.) ως ουσ. Ο τ. ‑σα‑ στο Somav. Ο τ. μισονυχτικό από παρετυμ. επίδρ. του επιθ. μισός. Η λ. στο Meursius και σήμ. εκκλ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσονύκτιο το [mesoníktio] Ο40 : (λόγ.) τα μεσάνυχτα.

    [λόγ. < αρχ. μεσονύκτιον]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσονύκτιον το· μεσανύκτιον· μεσονύχτιον.
    • α) Η ώρα του μεσονυκτίου:
      • η νύκτα επαράλαβεν, το μεσονύκτιον ήλθεν (Βυζ. Ιλιάδ. 1011
    • β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
      • το μεσονύκτιον έρχομαι, κόρη, στο περιβόλιν (Αχιλλ. L 861). [αρχ. ουσ. μεσονύκτιον. Ο τ. μεσα‑ μτγν. Τ. μεσανύχτιν σήμ. ποντ. και ‑χτι λογοτ.]
    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσόνυκτο(ν) το· μεσάνυκτο(ν)· μεσάνυχτο· μεσιάνυκτο· μεσίνυκτον.
    • 1)
      • α) Μεσάνυχτα:
        • το μεσάνυχτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει (Ερωτόκρ. Ά 524
      • β) (επιρρ.) κατά τη διάρκεια του μεσονυκτίου, τα μεσάνυχτα:
        • το μεσάνυκτον όλους να τους πατάξω (Χούμνου, Κοσμογ. 2437
        • τα μεσάνυκτα πάλε … (Διήγ. πανωφ. 57
        • ηθέλησε … μεσάνυχτα να πάγει (Ερωτόκρ. Γ́ 540).
    • 2) (Εκκλ.) το μεσονυκτικόν (βλ. ά.):
      • ενάτην ουδέν ψάλλουσιν, … απόδειπνον ουδεποσώς μεσάνυκτον, ουδ’ όρθρον (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 288).

    [μτγν. ουσ. μεσόνυκτον. Ο τ. μεσά‑ στο Βλάχ. (‑ο). Ο τ. μεσάνυχτο και σήμ. ιδιωμ., στον πληθ. κοιν.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    μεσονύχτι το [mesoníxti] Ο44 : (λογοτ.) τα μεσάνυχτα.

    [μσν. μεσονύχτιον < αρχ. μεσονύκτιον με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

    [Λεξικό Κριαρά]
    μεσονύχτιον το,
    βλ. μεσονύκτιον.
    < Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες