Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μέραρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μέραρχος ο [mérarxos] Ο19 : (στρατ.) ανώτατος αξιωματικός, συνήθ. με βαθμό υποστρατήγου, διοικητής μιας μεραρχίας.

[λόγ. < ελνστ. μεράρχης με μεταπλ. κατά το ναύαρχος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go