Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάστιξ ‑γα η· πληθ. ?μάστιξες.
-
- 1) Μαστίγιο:
- (Βίος Αλ. 2420 κριτ. υπ).
- 2) (Συνεκδ.) μαστίγωμα:
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 357r)·
- στρεβλώσεις, μάστιξες, πληγάς επί τῳ κριτηρίῳ (Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 77).
- 3) (Μεταφ.) συμφορά:
- (Αχέλ. 1126).
[αρχ. ουσ. μάστιξ. Η λ. (‑γα) και σήμ.]
- 1) Μαστίγιο:



