Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάσημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μάσημα το [másima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μασώ· μάσηση.

[μσν. μάσημα < μαση- (μασώ) -μα (διαφ. το αρχ. μάσημα `αντικείμενο για μασούλημα΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μάσημα το.
  • Μετάλλινο εξάρτημα που τοποθετείται στο στόμα του αλόγου, «ενστόμισμα»:
    • (Διγ. Gr. 1330).

[αρχ. ουσ. μάσημα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go