Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μάξιμουμ το [máksimum] Ο (άκλ.) : η μέγιστη τιμή, το ανώτατο όριο που μπορεί να φτάσει μία μεταβλητή ποσότητα. ANT μίνιμουμ: Tο ~ της ταχύτητας ενός αυτοκινήτου. Πέτυχε το ~ των όσων μπορούσε να πετύχει. Εκμεταλλεύτηκαν στο ~ τους οικονομικούς πόρους των αποικιών.
[λόγ. < γαλλ. maximum (στη νέα σημ.) < λατ. maximum (ουδ. υπερθ. του επιθ. magnus `μεγάλος΄) κατά τη λατ. προφ.]



