Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάντισσα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μάντισσα η.
  • Μάγισσα:
    • Δεν έτρεξεν (ενν. ο παράλυτος) εις μάγους και μάντισσες (Πηγά, Χρυσοπ. 59 (18)).

[<ουσ. μάντης + κατάλ. ‑ισσα. Η λ. στο Steph. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go