Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάγνης
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
μάγνης ο.
  • Μαγνήτης:
    • οία σίδηρος μάγνησι έσυρε (ενν. ο Βελισάριος) τον λαόν σου (Γεωργηλ., Βελ. Λ 458).

[αρχ. ουσ. μάγνης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνησία η [maγnisía] Ο25 : ονομασία χημικών ενώσεων και ιδίως του οξειδίου του μαγνησίου: Θειική ~.

[λόγ. < αρχ. μαγνησία (λίθος) (< τοπων. Μαγνησία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μαγνήσιο το [maγnísio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι αργυρόλευκο και στιλπνό και, όταν καίγεται, παράγει δυνατή φλόγα: Ενώσεις / οξείδιο του μαγνησίου, μαγνησία.

[λόγ. < νλατ. magnes(ium) -ιον < μσνλατ. magnesium < αρχ. μαγνησία]

[Λεξικό Κριαρά]
Μαγνήσιος ο.
  • Ο κάτοικος της Μαγνησίας (Δ. Μ. Ασία)
    • (Χρον. σουλτ. 1439).

[<τοπων. Μαγνησία + κατάλ. ‑ιος. Πβ. αρχ. εθν. Μάγνης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go