Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μάγειρος ο· μάγερος.
-
- Μάγειρος:
- (Προδρ. IV 373), (Βίος Αλ. 4426).
[αρχ. ουσ. μάγειρος. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- Μάγειρος:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. μάγειρος. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |