Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μάγειρος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μάγειρος ο· μάγερος.
  • Μάγειρος:
    • (Προδρ. IV 373), (Βίος Αλ. 4426).

[αρχ. ουσ. μάγειρος. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go