Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λύτρον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λύτρον το.
  • α) Διάσωση, απελευθέρωση:
    • γυναίου μάλλον λύτρον (Βίος Αλ. 5149
  • β) σωτηρία:
    • της Εύας, χαίρε, λύτρον (Εις Θεοτ. 132).

[αρχ. ουσ. λύτρον. Η λ. και σήμ. στον πληθ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go