Παράλληλη αναζήτηση
9 εγγραφές [1 - 9] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύσσα η [lísa] Ο25 : 1. θανατηφόρα αρρώστια των ζώων, ιδίως των σκύλων, που μεταδίδεται και στον άνθρωπο. 2. (μτφ.) α. ορμητική μανία, υπερβολική οργή, μένος: Πολέμησαν / αντιστάθηκαν / πάλεψαν / αγωνίστηκαν με ~. Tον χτυπούσε / τον έδερνε με ~. Tον έπιασε ~. β. ερωτική, σεξουαλική μανία, παραφορά. 3. (προφ. ως επίρρ., για κτ. που τρώγεται) υπερβολικά αρμυρό: ~ έγινε το φαΐ, δεν τρώγεται.
[αρχ. λύσσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- λύσσα η.
-
- 1) Η αρρώστια λύσσα:
- (Ιατροσ. 19 μετά στ. 62).
- 2) Μανία, παράφορη οργή, έχθρα:
- οι Τούρκοι τότ’ εσφίγγονταν … κι είχαν μεγάλην λύσσαν (Αχέλ. 1565)·
- 3)
- α) Σφοδρή επιθυμία, μανία για κ.:
- η λύσσα της φιλαργυρίας (Μαχ. 5249)·
- β) (συνεκδ.) ερωτική επιθυμία:
- όλες τες εμίσα και ύστερα διά ταυτές τον έπαιρνεν η λύσσα (Τριβ., Ρε 340).
- α) Σφοδρή επιθυμία, μανία για κ.:
[αρχ. ουσ. λύσσα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Η αρρώστια λύσσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- λυσσάγρα η.
-
- Μανία, παράφορο πάθος:
- λυσσάγρα της πορνειάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [1228]).
[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑άγρα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]
- Μανία, παράφορο πάθος:
[Λεξικό Κριαρά]
- λυσσάζω.
-
— Βλ. και λυσσιάζω.
- Πάσχω από την αρρώστια της λύσσας· (μεταφ.) ενεργώ παράφορα, παράλογα, οργισμένα, βίαια:
- ο δε πασάς ελύσσασε κι έλεγε να πασχίσει … πάντας να τυραννήσει (Αχέλ. 1186)·
- (υβριστ.):
- γένος λυσσασμένον (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 36).
- Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = λυσσασμένος· προκ. για άνθρωπο μανιακό, παράφορο, βίαιο:
- εκάναν ό,τι δύνουνταν σαν σκύλοι λυσσασμένοι (Αχέλ. 1991).
[<αόρ. του λυσσώ + κατάλ. ‑άζω. Η μτχ. λυσσασμένος στο Βλάχ. Η λ. και σήμ.]
- Πάσχω από την αρρώστια της λύσσας· (μεταφ.) ενεργώ παράφορα, παράλογα, οργισμένα, βίαια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυσσαλέος -α -ο [lisaléos] Ε4 : που είναι γεμάτος λύσσα, μανία, παράφορη ορμή: Ο αντίπαλος πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση στις επιθέσεις μας.
λυσσαλέα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσσαλέος]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυσσάρης, επίθ.· θηλ. λυσσαρέα· πληθ. λυσσάροι· λυσσαροί.
-
— Βλ. και λυσσάριος, λυσσιάρης.
- Που πάσχει από λύσσα· προκ. για άνθρωπο οργισμένο παράφορα, μανιακό, κακό:
- έκαμε τους Αιγύπτιους αγριόλυκους λυσσάρους (Χούμνου, Κοσμογ. 2292)·
- εθεώρουν τους ωσάν λυσσάρους σκύλους να γδέρνουσι και τους πτωχούς (Σαχλ., Αφήγ. 301).
[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑άρης. Η λ. στο Meursius (λι‑) και σήμ.]
- Που πάσχει από λύσσα· προκ. για άνθρωπο οργισμένο παράφορα, μανιακό, κακό:
[Λεξικό Κριαρά]
- λυσσάριος, επίθ.· θηλ. λυσσάρια.
-
- 1) Που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος:
- σκύλων … λυσσαριών (Κορων., Μπούας 71).
- 2) (Μεταφ.) κακός, παράφορος, μανιακός:
- η γυναίκα η λυσσάρια (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 84).
[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑άριος. Βλ. και λυσσιάριος]
- 1) Που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος:
[Λεξικό Κριαρά]
- λυσσασμός ο.
-
- Μανία, παραφορά:
- ακούεις λυσσασμόν των ανιέρων εκείνων αρχιερέων; (Πηγά, Χρυσοπ. 164 (43)).
[<αόρ. του λυσσάζω + κατάλ. ‑μός. Λ. λυσσιασμός στο Βλάχ. (‑σ‑)]
- Μανία, παραφορά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυσσάω [lisáo] & -ώ Ρ10.6α & λυσσιάζω [lis
ázo] Ρ2.2α μππ. λυσσασμένος & λυσσ(ι)αγμένος : 1. προσβάλλομαι από λύσσα: Mας επιτέθηκε ένα λυσσασμένο σκυλί. || (ως κατάρα) μπα, που να λυσσάξεις! 2. (μτφ.) καταλαμβάνομαι από σφοδρή επιθυμία, από μανία, πάθος, μανιάζω: Λύσσαξε να του αγοράσουμε ποδήλατο και τώρα δεν το θέλει. Λύσσαξα της πείνας / για νερό. Λυσσασμένοι για έρωτα. || (έκφρ.) λύσσαξε απ΄ το κακό του, μάνιασε. τον λύσσαξαν στο ξύλο, τον έδειραν άγρια. λύσσαξα στα αρμυρά / στα παστά, έφαγα μεγάλες ποσότητες αρμυρών φαγώσιμων και διψάω. [αρχ. λυσσῶ· μσν. λυσσιάζω < λύσσ(α) -ιάζω]