Παράλληλη αναζήτηση
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύμα το [líma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : τα υγρά απόβλητα κατοικημένων περιοχών, εργοστασίων και βιομηχανιών καθώς και τα νερά της βροχής με ό,τι ακαθαρσίες παρασύρουν: Aστικά / βιομηχανικά λύματα. Συλλογή / καθαρισμός / διάθεση λυμάτων. Προκλήθηκε εκτεταμένη ρύπανση της λίμνης από τα λύματα των εργοστασίων της περιοχής.
[λόγ. < αρχ. λύμα `νερό της μπουγάδας΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- λύμα το.
-
- Απαλλαγή από μάγια:
- (Ιατροσόφ. 825).
[<λύω + κατάλ. ‑μα. Η λ. τον 6. αι. Τ. ‑μμα σήμ. ιδιωμ. (Καραν., στη λ. II)]
- Απαλλαγή από μάγια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυμαίνομαι [liménome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : προξενώ εκτεταμένες βλάβες, φθορές, καταστροφές· ρημάζω: Συμμορίες / ληστές / κακοποιοί λυμαίνονται την περιοχή. Επιδημίες λυμαίνονται τη χώρα. Aργόμισθοι / επιτήδειοι / απατεώνες λυμαίνονται το δημόσιο χρήμα.
[λόγ. < αρχ. λυμαίνομαι]
[Λεξικό Κριαρά]
- λυμαίνω· λυμαίνομαι.
-
- I. (Ενεργ., μτβ.) καταστρέφω, ρημάζω:
- ίνα μη οι Τούρκοι διερχόμενοι λυμήνουσι την αυτών γεωργίαν (Δούκ. 3038).
- IΙ. (Μέσ., μτβ.) βλάπτω, καταστρέφω:
- (Γλυκά, Στ. Β́ 117).
[αρχ. λυμαίνομαι. Η λ. τον 4. αι. (L‑S)]
- I. (Ενεργ., μτβ.) καταστρέφω, ρημάζω:



