Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λύγισμα το [líjizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του λυγίζω, η κάμψη: Tο ~ του κορμιού / του ποδιού / του κλαδιού. 2. (μτφ., προφ.) η αλλαγή της φωνής στο τραγούδι ή στην απαγγελία, τσάκισμα.
[μσν. λύγισμα < λυγισ- (λυγίζω) -μα (διαφ. το ελνστ. συγγ. λύγισμα `στραμπούληγμα΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- λύγισμα(ν) το.
-
- Κάμψη, κλίση· (εδώ του σώματος ή μελών του σώματος με φιλάρεσκο τρόπο):
- χορευτριών λυγίσματα (Διγ. Gr. 1841)·
- το σείσμα και το λύγισμα (Βέλθ. 645).
[μτγν. ουσ. λύγισμα. Η λ. (‑α) και σήμ.]
- Κάμψη, κλίση· (εδώ του σώματος ή μελών του σώματος με φιλάρεσκο τρόπο):



