Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λόρδωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λόρδωση η [lórδosi] Ο33 : (ιατρ.) παθολογική κύρτωση της σπονδυλικής στήλης που κάνει το σώμα του πάσχοντος να κλίνει προς τα πίσω. ANT κύφωση.

[λόγ. < αρχ. λόρδω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go