Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυτρωτής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυτρωτής ο [litrotís] Ο7 : αυτός που ελευθερώνει, που σώζει κπ., κυρίως για το Xριστό, ως σωτήρα του ανθρώπου από το προπατορικό αμάρτημα.

[λόγ. < ελνστ. λυτρωτής]

[Λεξικό Κριαρά]
λυτρωτής ο.
  • Ελευθερωτής, σωτήρας· (εδώ προκ. για το Χριστό):
    • λυτρωτήν αμαρτωλών (Σκλέντζα, Ποιήμ. 132
    • έκφρ. ο λυτρωτής του κόσμου = ο Ιησούς Χριστός:
      • (Αρσ., Κόπ. διατρ. [1045]).
  • Η λ. ως κύρ. όν. = ο Ιησούς Χριστός:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 943).

[μτγν. ουσ. λυτρωτής. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go