Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυσσιάρης
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λυσσιάρης, επίθ.
— Βλ. και λυσσάρης.
  • Λυσσάρης (βλ. ά.):
    • Περί σκύλου λυσσιάρη (Ιατροσόφ. 831· Παλαμήδ., Βοηβ. 1200).

[<ουσ. λύσσα + κατάλ. ‑ιάρης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυσσιάρης -α -ικο [lisxáris] & λυσσάρης -α -ικο [lisáris] Ε9 : που με μανία, με παράφορο πάθος επιθυμεί, επιδιώκει κτ. ή επιδίδεται σε κτ. || (ως ουσ.): Kοίταξέ τον το λυσσιάρη πώς επιμένει!

[μσν. λυσσιάρης < λύσσ(α) -ιάρης· μσν. λυσσάρης < λυσσιάρης με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσια > διακόσα)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go