Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυσσαλέος -α -ο [lisaléos] Ε4 : που είναι γεμάτος λύσσα, μανία, παράφορη ορμή: Ο αντίπαλος πρόβαλε λυσσαλέα αντίσταση στις επιθέσεις μας.
λυσσαλέα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσσαλέος]