Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λυμεώνας ο [limeónas] Ο2 : (λόγ.) αυτός που προξενεί εκτεταμένες καταστροφές, που εκμεταλλεύεται κτ. στυγνά και αδίστακτα ως την τελική καταστροφή: Λυμεώνες της πατρίδας / του δημόσιου χρήματος.
[λόγ. < αρχ. λυμεών, αιτ. -ῶνα]



