Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυκοφωλιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυκοφωλιά η [likofolá] Ο24 : 1. φωλιά λύκων. 2α. ομάδα, σπείρα κακοποιών στοιχείων και γενικότερα επικίνδυνων κοινωνικά ατόμων: Πέσαμε σε ~ και κινδυνέψαμε σοβαρά. β. τόπος, χώρος επικίνδυνος λόγω της παρουσίας ή και της δράσης κακοποιών στοιχείων: Ο Λίβανος, η ~ των κατασκόπων.

[λυκο- + φωλιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go