Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λυγισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγισμός ο [lijizmós] Ο17 : (φυσ.) η κάμψη, η κύρτωση που μπορεί να υποστεί ένα επίμηκες αντικείμενο όταν πιεστεί· λύγισμα: Kατά τους χρόνους της εκτόνωσης, της συμπίεσης και της εξαγωγής ο διωστήρας καταπονείται σε λυγισμό.

[λόγ. < ελνστ. λυγισμός `διαστρέβλωση των λόγων΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go