Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λούτσος ο [lútsos] Ο18 : ψάρι με γκριζοπράσινη και γκριζογάλανη ράχη, με στρογγυλό παχύ σώμα και με πολύ μακρύ κεφάλι και ρύγχος.
[βεν. luzzo (de mar) -ς]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[βεν. luzzo (de mar) -ς]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |