Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λούπος ο.
-
- Αρπακτικό πτηνό, ο λούπης (βλ. ά.):
- ο λούπος επεχείρησεν υβρίζειν το γεράκιν (Πουλολ. 369).
[<ουσ. λούπης. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. ‑ης)]
- Αρπακτικό πτηνό, ο λούπης (βλ. ά.):



