Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λούπης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λούπης ο.
  • Αρπακτικό πτηνό, ο ικτίνος (πιθ. ο βασιλικός, βλ. Πλατάκης, Κρητολ. 10-11, 1980, 80):
    • (Πουλολ. 126 ΑΖ κριτ. υπ).

[μτγν. ουσ. λούπης (<λατ. lupus). Η λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go