Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουφάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουφάρω [lufáro] Ρ6α : (λαϊκ.) αποφεύγω (κυρ. μένοντας κρυμμένος ή απαρατήρητος) να εκτελέσω μια εντολή, μια διαταγή, μια αγγαρεία και γενικότερα μια εργασία υποχρεωτική και δυσάρεστη: Στο στρατό, αν θες να περνάς καλά, πρέπει να λουφάρεις.

[λούφ(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go