Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουτσέκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λουτσέκι το.
  • Μονάδα μέτρησης δημητριακών:
    • είχε το λουτσέκι το σιτάρι εκατόν είκοσιν άσπρα (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16333).

[<τουρκ. ölҫek]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go