Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουτροφόρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτροφόρος η [lutrofóros] Ο35 : πήλινο ή μαρμάρινο αγγείο με μακρύ λαιμό και με δύο λαβές, που το χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα σε γαμήλιες ή σε επικήδειες τελετές και ήταν συνήθ. διακοσμημένο με ανάλογες παραστάσεις.

[λόγ. < ελνστ. λουτροφόρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες