Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουστράρισμα το [lustrárizma] Ο49 : 1. η κάλυψη, το γυάλισμα μιας επιφάνειας με λούστρο. 2. το αποτέλεσμα του λουστράρω, το λούστρο.
[λουστραρισ- (λουστράρω) -μα]



