Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουμπάρδα η [lumbárδa] Ο25 : η μπομπάρδα.
[ισπαν. lombarda ( [o > u] από επίδρ. του [l] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπάρδα η,
- βλ. λομπάρδα.
[Λεξικό Κριαρά]
- λουμπαρδάρης ο.
-
— Πβ. και μπομπαρδάρης.
- Πυροβολητής, κανονιέρης:
- ένας Ρωμαίος … ήτονε πολλά τεχνίτης λουμπαρδάρης (Χρον. σουλτ. 8220).
[<ουσ. λουμπάρδα + κατάλ. ‑άρης]
- Πυροβολητής, κανονιέρης:



